Τι είναι άλλωστε το καλοκαίρι;
Πότε δεν το ήθελε, γοητευόταν απο τους γεμάτους ουρανούς, τα φουσκωμένα σύννεφα γεμάτα με γραβάτες κεραυνούς, το αεράκι που φυσάει κάθε φορά πριν ξεκινήσει η μπόρα. Χαιρόταν με τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα στην εθνική και στα στενά κάθε φορά που έβρεχε και άνοιγε τέρμα τα παράθυρα για να γευτεί τις βροχές. Κι ας είχαν και λασπόνερα. Ξόδευε χρόνους σε παρέες που μαζεύονταν στα σπίτια και κάθονταν γύρω απο το τζάκι με επιτραπέζια, ιστορίες, βελονάκια και ζεστό κρασί. Κι αν γίνονταν και διακοπές απο το ρεύμα στην δουλειά ή στο σπίτι, αχ τι όμορφα που ένιωθε. Χωρίς να την αγγίζει λεπτό η μελαγχολία του χειμώνα που άλλους τους έκανε σκυθρωπούς ενώ σ'εκείνη ζωγράφιζε χαμόγελα.
Και ήρθε εκείνο το καλοκαίρι. που η ζέστη δεν ήταν σαν τις άλλες, η υγρασία δεν έμοιαζε εκνευριστική. Οι λίγες μέρες στο νησί ήταν όαση και φόρτιση ενέργειας. Και ένιωσε το καλοκαίρι, την σημασία της άμμου στο χάρτη της Χώρας, τις βόλτες στις ανηφοριές, την ελευθερία στους χωματόδρομους μέσα στο αυτοκίνητο, το φαγητό στην ξαπλώστρα και το ήλιο να καίει. Τους ανθρώπους που όμοιοί τους δεν υπάρχουν, τα κοκκινισμένα πρόσωπα απο το κρασί και τις μπύρες. Τα γέλια μέσα στα παγωμένα νερά. Την ελευθερία, την ελευθερία. Κι εσύ να λείπεις.
Πως να πω όμως για μια ιστορία που δεν ξεκίνησε ποτέ...
Πότε δεν το ήθελε, γοητευόταν απο τους γεμάτους ουρανούς, τα φουσκωμένα σύννεφα γεμάτα με γραβάτες κεραυνούς, το αεράκι που φυσάει κάθε φορά πριν ξεκινήσει η μπόρα. Χαιρόταν με τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα στην εθνική και στα στενά κάθε φορά που έβρεχε και άνοιγε τέρμα τα παράθυρα για να γευτεί τις βροχές. Κι ας είχαν και λασπόνερα. Ξόδευε χρόνους σε παρέες που μαζεύονταν στα σπίτια και κάθονταν γύρω απο το τζάκι με επιτραπέζια, ιστορίες, βελονάκια και ζεστό κρασί. Κι αν γίνονταν και διακοπές απο το ρεύμα στην δουλειά ή στο σπίτι, αχ τι όμορφα που ένιωθε. Χωρίς να την αγγίζει λεπτό η μελαγχολία του χειμώνα που άλλους τους έκανε σκυθρωπούς ενώ σ'εκείνη ζωγράφιζε χαμόγελα.
Και ήρθε εκείνο το καλοκαίρι. που η ζέστη δεν ήταν σαν τις άλλες, η υγρασία δεν έμοιαζε εκνευριστική. Οι λίγες μέρες στο νησί ήταν όαση και φόρτιση ενέργειας. Και ένιωσε το καλοκαίρι, την σημασία της άμμου στο χάρτη της Χώρας, τις βόλτες στις ανηφοριές, την ελευθερία στους χωματόδρομους μέσα στο αυτοκίνητο, το φαγητό στην ξαπλώστρα και το ήλιο να καίει. Τους ανθρώπους που όμοιοί τους δεν υπάρχουν, τα κοκκινισμένα πρόσωπα απο το κρασί και τις μπύρες. Τα γέλια μέσα στα παγωμένα νερά. Την ελευθερία, την ελευθερία. Κι εσύ να λείπεις.
Πως να πω όμως για μια ιστορία που δεν ξεκίνησε ποτέ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου